- λεπτούργημα
- το изящная (чаще деревянная) вещь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτούργημα — το, ατος αντικείμενο κατασκευασμένο με λεπταισθησία, κομψοτέχνημα: Αυτό το λεπτούργημα αξίζει μια περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτούργημα — το λεπτοτέχνημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργῶ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτουργήματα από το 1844 στον Ι. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
λεπτοτέχνημα — το καλλιτέχνημα που είναι επεξεργασμένο με μεγάλη λεπτότητα, λεπτούργημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτοτεχνήματα από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φιλιγκράν — το, Ν άκλ. 1. διάτρητο δικτυωτό λεπτούργημα από λεπτά συγκολλημένα πλέγματα χρυσών, αργυρών ή γυάλινων ινών 2. δαντέλα με βελόνα, ισπανικής προέλευσης, η οποία συνδυάζει χρωματιστή και μεταλλική κλωστή 3. είδος μεταλλικού κεντήματος που… … Dictionary of Greek